- τσιότρα
- η, Νβλ. τσότρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσότρα — και τσιότρα, η, Ν ξύλινο δοχείο κρασιού ή νερού, αλλ. τσίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cotra < ρουμ. ciutura < ιταλ. ciotola < κοτύλη] … Dictionary of Greek
ciutură — CIÚTURĂ, ciuturi, s.f. Găleată sau vas făcut din doage sau dintr un trunchi scobit, care serveşte la scos apa din fântână. ♢ expr. (Plouă de) toarnă cu ciutura. = plouă foarte tare; plouă cu găleata. ♦ Cantitate (de apă) care încape în obiectul… … Dicționar Român
τσότρα — τσότρα, η και τσιότρα, η (λ. τουρκ.), ξύλινο παγούρι κρασιού ή νερού των τσοπάνηδων και των γεωργών, η φλάσκα, το φλασκί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)